- Τυρρανός
- και Τυρσανός, -ή, -όν, Α(δωρ. τ.) βλ. Τυρρηνός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
АРЕОПАГ — • Άρειος πάγος, ό, 1. холм в Афинах к западу от акрополя, см. Attica, 11, Аттика; 2. Α., древнейшее и знаменитейшее афинское судилище (δικαστήριον) и вместе с тем государственный, облеченный политической властью совет (βουλή),… … Реальный словарь классических древностей
Τυρρηνός — και ιων. τ. Τυρσηνός και δωρ. τ. Τυρρανός και Τυρσανός, ή, όν, θηλ. και Τυρρηνίς και ιων. τ. Τυρσηνίς, ίδος, Α 1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Τυρρηνία 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Τυρρηνοί ή Τυρσηνοί οι κάτοικοι τής Τυρρηνίας,… … Dictionary of Greek